- κάτακρος
- κάτακρος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται στο άκρο, ο ακρότατος2. (το ουδ. ως επίρ.) κατάκρονστο ακρότατο σημείο.επίρρ...κατάκρως (AM)πάρα πολύ, παντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ακρος (< ἄκρος), πρβλ. έπ-ακρος, ύπ-ακρος].
Dictionary of Greek. 2013.